- παραγγέλματος
- παράγγελμαmessage transmittedneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράγγελμα — το, ΝΜΑ [παραγγέλλω] 2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.) 2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα») νεοελλ. (νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο)… … Dictionary of Greek